δυσφημοῦσαν

δυσφημοῦσαν
δυσφημέω
use ill words
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • δυσφημώ — δυσφήμησα, δυσφημήθηκα, δυσφημημένος, και δυσφημίζω δυσφήμισα, δυσφημίστηκα, δυσφημισμένος, κακολογώ, συκοφαντώ: Τον δυσφημούσαν γιατί πήγε κόντρα στα συμφέροντά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”